- καταβατεύω
- καταβᾰτ-εύω,A tread or walk upon, Sch.S.OC467.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταβατεύω — (Α) πατώ κάτι, περπατώ πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βατεύω με πιθ. σημ. «ποδοπατώ»] … Dictionary of Greek